μουρμούρισμα

μουρμούρισμα
το
1. ψιθύρισμα, γκρίνια, παράπονο: Μόλις ξυπνήσει πιάνει το μουρμούρισμα.
2. κελάρυσμα του νερού: Κατασκηνώσαμε δίπλα στο ποταμάκι για να μας νανουρίζει το μουρμούρισμα των νερών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μουρμούρισμα — το [μουρμουρίζω] 1. συγκεχυμένη και σιγανή ομιλία, ψίθυρος 2. γκρίνια, μεμψιμοιρία 3. κελάρυσμα τρεχούμενου νερού …   Dictionary of Greek

  • Idioma grecocalabrés — grecocalabrés Κατωιταλιώτιικα/kato italiótika Hablado en  Italia Región Calabria Hablantes • Nativos: • Otros …   Wikipedia Español

  • γρουξιά — η [γρούζω] 1. (για ζώα) ο γρυλλισμός* 2. (για πρόσωπα) μουρμούρισμα …   Dictionary of Greek

  • θρους — ο (ΑΜ θροῡς, Α και θρόος) νεοελλ. χαμηλός αλλά συνεχής θόρυβος, το θρόισμα, το ψιθύρισμα μσν. αρχ. θόρυβος, κραυγή αρχ. 1. (για δυσαρεστημένο πλήθος) μουρμούρισμα 2. φήμη, διάδοση 3. ο μουσικός ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέομαι. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αρχ …   Dictionary of Greek

  • μουρμουρητό — το μουρμούρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουρμουρίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. ροχαλίζω: ροχαλ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • μουρμουρισμός — ο [μουρμουρίζω] μουρμούρισμα …   Dictionary of Greek

  • μουρμούρι — το 1. μουρμούρισμα 2. άλλη κοινή ονομασία τού ψαριού μουρμούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αμάρτυρο *μορμύρ ιον, υποκορ. τού αρχ. μόρμυρος. Κατ άλλη άποψη, η λ. σχηματίστηκε υποχωρητικά από το ρ. μουρμουρίζω (πρβλ. μουρμούρα) ή από το ιταλ. murmure (< …   Dictionary of Greek

  • μυ — (I) το (Α μὺ και μῡ και ιων. τ. μῶ) (άκλιτο) ονομασία τού γράμματος μ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Μ, μ (εγκυκλ.)]. (II) μὺ και μῡ, το (Α) 1. ασθενής ήχος που παράγεται με την ταχεία σύγκλειση τών χειλιών, μουρμούρισμα 2. μίμηση τού ήχου ανθρώπου που κλαίει… …   Dictionary of Greek

  • μυώ — (I) μυῶ, άω (Α) 1. συμπιέζω τα χείλη σε ένδειξη αποδοκιμασίας («τί μοι μυᾱτε κἀνανεύετε;», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «μυᾱτε σκαρδαμύττετε». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται άπαξ στον Αριστοφάνη και στη γλώσσα τού Ησυχίου «μυᾱτε σκαρδαμύττετε», όπου… …   Dictionary of Greek

  • μύλλον — μύλλον, τὸ (Α) χείλος («καὶ γὰρ τὰ χείλη μύλλα προσαγορεύουσι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μύλλον, μυλλός (I), μυλλαίνω ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *mū, ηχομίμηση τού υπόκωφου ήχου που παράγεται με πιεσμένα τα χείλη, άναρθρο μουρμούρισμα (πρβλ. μυ κ ῶμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”